τεσσαρεσκαιδεκάεδρον

τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
solid with
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκαέδρου — τεσσαρεσκαιδεκάεδρον solid with neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρεσκαιδεκάεδρα — τεσσαρεσκαιδεκάεδρον solid with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”